- σιτοποιΐκός
- -ή, -όν, Α [σιτοποιός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτοποιικός — σῑτοποιικός , σιτοποιικός for bread making masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιικῶν — σῑτοποιικῶν , σιτοποιικός for bread making fem gen pl σῑτοποιικῶν , σιτοποιικός for bread making masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιητικός — ή, όν, Α [σιτοποιῶ] ο σιτοποιϊκός* … Dictionary of Greek
σιτοποιικαῖς — σῑτοποιικαῖς , σιτοποιικός for bread making fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοποιικοῖς — σῑτοποιικοῖς , σιτοποιικός for bread making masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)